ανεπισημαντος

ανεπισημαντος
    ἀνεπισήμαντος
    ἀν-επισήμαντος
    2
    необозначенный, без особых примет, не отличающийся
    

(κατά τι ἄγνωστος καὴ ἀ. Polyb.)

    ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τινα Polyb. и τι Diod. — обойти кого(что)-л. молчанием


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανεπισημαντος" в других словарях:

  • ανεπισήμαντος — ἀνεπισήμαντος, ον (Α) (για πρόσωπα και πράξεις) αυτός που δεν επισημάνθηκε, που πέρασε απαρατήρητος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπισήμαντος — undistinguished masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισημάντως — ἀνεπισήμαντος undistinguished adverbial ἀνεπισήμαντος undistinguished masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισήμαντον — ἀνεπισήμαντος undistinguished masc acc sg ἀνεπισήμαντος undistinguished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισημάντους — ἀνεπισήμαντος undistinguished masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισήμαντοι — ἀνεπισήμαντος undistinguished masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»